γαμψωνύχων

γαμψωνύχων
γαμψώνυχος
with crooked talons
masc/fem/neut gen pl
γαμψῶνυξ
with crooked talons
masc/fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να …   Dictionary of Greek

  • σύμβολος — ον, ΜΑ το αρσ. ως ουσ. ὁ σύμβολος σημάδι, οιωνός (α. «φασὶ γάρ... κατά τινα σύμβολον ἐκεῑ καταπαῡσαι τὸν πόλεμον», Μάρκ. Διάκ. β. «ἐνοδίους συμβόλους γαμψωνύχων οἰωνῶν», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός τον οποίο συναντά κανείς τυχαία («καὶ συμβόλοισιν οὐ… …   Dictionary of Greek

  • πλατύρρινοι — Υποτάξη πιθήκων μέσου ή μικρού μεγέθους, που χαρακτηρίζονται από το πλάτος του ρινικού διαφράγματος και την απουσία γναθικών θυλάκων και τυλώσεων στα οπίσθια. Έχουν το μεγάλο δάχτυλο ελαφρά ή και καθόλου αντίθετο και ουρά ποικίλου μήκους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”